συναίτιος

συναίτιος
ος и ία , ον 1. сопричастный;
2. (ο , η ) сообщни|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συναίτιος" в других словарях:

  • συναίτιος — being the joint masc nom sg συναίτιος being the joint masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίτιος — α, ο / συναίτιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία, ΜΑ [αἴτιος] ο επίσης αίτιος, συνυπεύθυνος νεοελλ. (νομ.) αυτός που συμμετέχει μαζί με άλλον σε αξιόποινη πράξη ως αυτουργός ή ως συνεργός μσν. αρχ. ο συνεργάτης, ο βοηθός, αυτός που συμβάλλει σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • συναίτιον — συναίτιος being the joint masc acc sg συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc sg συναίτιος being the joint masc/fem acc sg συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc sg συναιτέω demand together with imperf ind act 3rd pl (doric) συναιτέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιτίων — συναίτιος being the joint fem gen pl συναίτιος being the joint masc/neut gen pl συναίτιος being the joint masc/fem/neut gen pl συναιτέω demand together with pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιτίοις — συναίτιος being the joint masc/neut dat pl συναίτιος being the joint masc/fem/neut dat pl συναιτέω demand together with pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιτίου — συναίτιος being the joint masc/neut gen sg συναίτιος being the joint masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιτίους — συναίτιος being the joint masc acc pl συναίτιος being the joint masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιτίῳ — συναίτιος being the joint masc/neut dat sg συναίτιος being the joint masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίτια — συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc pl συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίτιοι — συναίτιος being the joint masc nom/voc pl συναίτιος being the joint masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναίτιον — συναίτιον , συναίτιος being the joint masc acc sg συναίτιον , συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc sg συναίτιον , συναίτιος being the joint masc/fem acc sg συναίτιον , συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»